- καρένα
- ηβλ. καρίνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρενάρω — [καρένα] (για πλοία) τροπίζω*, γέρνω το ιστιοφόρο πλοίο για να καθαρίσω τα ύφαλά του … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
αλιτενής — ἁλιτενής, ές (Α) 1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα 2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός 3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα) 4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τενής <… … Dictionary of Greek
καρίνα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,5 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 8,5. Διεθνώς ονομάζεται Carina 491. * * * και… … Dictionary of Greek
πάκτωνας — ο (Α πάκτων, ωνος) μικρή βοηθητική τετράγωνη βάρκα χωρίς καρένα και χωρίς σχηματισμένη πλώρη ή πρύμνη, η οποία μοιάζει περισσότερο με σχεδία και χρησιμεύει για τον καθαρισμό και τη βαφή τού πλοίου αρχ. μικρή βάρκα από ξύλο ιτιάς που… … Dictionary of Greek
τρόπιδα — η / τρόπις, ιδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρόπις Ν, τ. γεν. και εως και ιων. τ. γεν. ιος, Α ισχυρή δοκός που αποτελεί το κατώτατο τμήμα τού σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, κν. καρένα ή καρίνα νεοελλ. 1. ζωολ. λεπτή… … Dictionary of Greek
τρόπις — Δομικό στοιχείο του πλοίου, τοποθετημένο κατά μήκος του κατώτερου σημείου του πλοίου, του οποίου αποτελεί ένα είδος σπονδυλικής στήλης. Στα ξύλινα πλοία, η τ. αποτελείται από μια ισχυρή δοκό στερεά συνδεδεμένη με το κοράκι της πλώρης και με το… … Dictionary of Greek
κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… … Dictionary of Greek
ντίνγκι — (dinghy). Αγγλική λέξη ινδοστανικής προέλευσης, η οποία γενικά υποδηλώνει μικρό κωπήλατο ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο σκάφος ψυχαγωγίας. Ειδικότερα ο όρος χαρακτηρίζει ένα μονότυπο σκάφος ιστιοπλοΐας, με στρογγυλή γάστρα και αγγλική καρένα, χωρίς… … Dictionary of Greek
πλώρη ή πρώρα — Το μπροστινό άκρο ενός σκάφους και κατ’ επέκταση όλο το πρωραίο τμήμα προς διάκριση από την κεντρική και την πρυμναία ζώνη. Βασικό δομικό στοιχείο της είναι το κοράκι (στείρα), σχήματος γενικά καμπύλου (με την κοιλότητα προς τα έξω), αλλά συχνά… … Dictionary of Greek